πήνα

πήνα
πήνα,
A = ἀπήνη, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πήνα — πήνᾱ , πήνη thread on the bobbin fem nom/voc/acc dual πήνᾱ , πήνη thread on the bobbin fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήνα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀπήνη «άμαξα, άρμα» με αποκοπή τού αρκτικού α (βλ. λ. απήνη)] …   Dictionary of Greek

  • πήνας — πήνᾱς , πήνη thread on the bobbin fem acc pl πήνᾱς , πήνη thread on the bobbin fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”